Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισρέω [isréo] Ρ αόρ. εισέρρευσα, απαρέμφ. εισρεύσει : (λόγ.) 1. (για υγρά) εισέρχομαι, χύνομαι μέσα. 2. (μτφ.) για χρήματα ή άλλα αγαθά που εισάγονται σε μια χώρα ή που διατίθενται συνεχώς και σε μεγάλες ποσότητες: Εισρέει ξένο συνάλλαγμα. Πλούτος πολύς θα εισρεύσει.
[λόγ. < αρχ. εἰσρέω]