Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισπρακτέος -α -ο [ispraktéos] Ε4 : για χρηματικό ποσό που πρέπει ή πρόκειται να το εισπράξουν· (πρβ. πληρωτέος, καταβλητέος): Επιταγή εισπρακτέα σε δέκα μέρες από σήμερα.
[λόγ. εισπρακ- (εισπράττω) -τέος]