Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισπνέω [ispnéo] -ομαι Ρ αόρ. εισέπνευσα, απαρέμφ. εισπνεύσει, σπάν. παθ. αόρ. εισπνεύστηκα, απαρέμφ. εισπνευστεί : α. (φυσιολ.) εισάγω μέσα στα αναπνευστικά όργανα (στους πνεύμονες) αέρα· εκτελώ την πρώτη από τις δύο φάσεις της αναπνοής. ANT εκπνέω· (πρβ. αναπνέω): Εισπνέουμε οξυγόνο και εκπνέουμε διοξείδιο του άνθρακα. Εισπνεόμενος αέρας. || (επέκτ.) για οποιοδήποτε αέριο εισάγεται από την αναπνευστική οδό: Εισπνεόμενο διοξείδιο. Tα καυσαέρια που εισπνέουμε κάθε μέρα. β. κάνω εισπνοήβ.
[λόγ. < αρχ. εἰσπνέω]