Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισοδηματίας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισοδηματίας ο [isoδimatías] Ο3 : αυτός ο οποίος ζει από εισοδήματα που δεν προέρχονται από άσκηση επαγγέλματος: Mας λέει ότι είναι ~.

[λόγ. εισοδηματ- (εισόδημα) -ίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες