Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισοδηματίας ο [isoδimatías] Ο3 : αυτός ο οποίος ζει από εισοδήματα που δεν προέρχονται από άσκηση επαγγέλματος: Mας λέει ότι είναι ~.
[λόγ. εισοδηματ- (εισόδημα) -ίας]