Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εισιτήριος, επίθ.
-
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = αρχή, έναρξη:
- περί τα εισιτήρια του ‚σωπα´ έτους εσμίγαμεν τον βασιλέα (Πανάρ. 7724).
[αρχ. επίθ. εισιτήριος. Η λ. και σήμ.]
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = αρχή, έναρξη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισιτήριος -α -ο [isitírios] Ε6 : που γίνεται για την εισαγωγή σπουδαστών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα· εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις. || (παρωχ.): ~ λόγος, εναρκτήρια ομιλία καθηγητή πανεπιστημίου ή ακαδημαϊκού.
[λόγ. < αρχ. εἰσιτήριος `που αναφέρεται στην είσοδο΄, εἰσιτήρια ἱερά `θυσίες κατά την ανάληψη αξιώματος΄]