Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισδύω [izδío] Ρ αόρ. εισέδυσα, απαρέμφ. εισδύσει : προχωρώ, μπαίνω μέσα (και βαθιά)· εισέρχομαι, εισχωρώ. || (μτφ.): Ο ποιητής εισδύει στα κατάβαθα της ψυχής.
[λόγ. < αρχ. εἰσδύνω με αποβ. του ν για να δείχνει πιο “αρχ.”]