Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισδοχή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εισδοχή η [izδoxí] Ο29 : (λόγ.) το να εισέρχεται κτ. ή κάποιος σε πραγμα τικό ή νοητό χώρο: ~ νέων μελών, είσοδος. ~ ξένων λέξεων στη γλώσσα μας, εισαγωγή.

[λόγ. < ελνστ. εἰσδοχή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες