Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισβολέας ο [izvoléas] Ο21 : αυτός που εισβάλλει ως εχθρός σε ξένη χώρα: Ο στρατός μας απέκρουσε τις επιθέσεις των εισβολέων. || (ως περιλ. ουσ.) για σύνολο εισβολέων: Aντιμετώπισαν με θάρρος τον εισβολέα.
[λόγ. εισβολ(ή) -εύς > -έας]