Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισακούω [isakúo] -ομαι Ρ (βλ. ακούω) : 1. ακούω με ευνοϊκή διάθεση τις παρακλήσεις, τα αιτήματα κτλ. κάποιου και δέχομαι να τα εκπληρώσω: Εισάκουσε ο Θεός τις προσευχές τους και κόπασε η φουρτούνα. || ~ κπ., εισακούω την παράκληση, το αίτημα κτλ. που απευθύνει προς εμένα: Θεέ μου, εισάκουσέ μας και γλίτωσέ μας από το κακό. Tους παρακάλεσε έναν έναν, αλλά κανείς δεν τον εισάκουσε. || (παθ.): Ελπίζω ότι αυτή τη φορά το αίτημά μας θα εισακουστεί, θα γίνει αποδεκτό. 2. για γνώμη, απόδειξη, συμβουλή κτλ. που τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, που κρίνουν ότι πρέπει να την ακολουθήσουν, να την εφαρμόσουν: Εισάκουσαν τις συμβουλές του. Aν είχε εισακουστεί η γνώμη τους, το κακό θα ήταν μεγαλύτερο. || (για πρόσ.): Είχε έγκαιρα επισημάνει τον κίνδυνο, αλλά δυστυχώς δεν εισακούστηκε / δεν τον εισάκουσαν.
[λόγ. < αρχ. εἰσακούω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εισακούω.
-
- 1) Ακούω κάπ. με ευμένεια:
- εισάκουσόν μου της φωνής και της δεήσεώς μου (Προδρ. III 277).
- 2) (Προκ. για δίκη) γίνομαι δεκτός:
- (Ασσίζ. 22720).
- 3) Ονομάζομαι:
- «… ουκ αν άλλος, ζώντος εμού, εισακουσθῄ ανήρ σου» (Διγ. Gr. 1429).
[αρχ. εισακούω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ακούω κάπ. με ευμένεια: