Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγγελία η [isangelía] Ο25 : η αρχή ή το λειτούργημα και η εξουσία του εισαγγελέα καθώς και η υπηρεσία του: Έγγραφο / απόφαση της εισαγγελίας Aθηνών. H έδρα / τα γραφεία της εισαγγελίας.
[λόγ. < αρχ. εἰσαγγελία `δημόσια κατηγορία΄ κατά τη σημ. της λ. εισαγγελέας]