Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισάγω [isáγo] -ομαι Ρ πρτ. εισήγα, αόρ. εισήγαγα, απαρέμφ. εισαγάγει, παθ. αόρ. εισάχθηκα και εισήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εισήχθη, εισήχθησαν, απαρέμφ. εισαχθεί, μππ. εισηγμένος* : 1. (για οικονομικά αγαθά, προϊόντα, εμπορεύματα κτλ.) φέρνω κτ. από άλλο κράτος στο δικό μου, κάνω εισαγωγή προϊόντος κτλ. ANT εξάγω: H χώρα μας εισάγει πετρέλαιο από τις αραβικές χώρες. Tο προηγούμενο έτος η εταιρεία μας εισήγαγε δέκα χιλιάδες ηλεκτρικές συσκευές. Tο προηγούμενο εξάμηνο εισήχθησαν δέκα χιλιάδες αυτοκίνητα. Εισαγόμενα είδη / προϊόντα και ως ουσ. τα εισαγόμενα. || ~ μετοχές στο χρηματιστήριο. 2α. ενεργώ για να κριθεί και να γίνει κάποιος δεκτός σε εκπαιδευτήριο, νοσοκομείο ή σε άλλο ίδρυμα και να του προσφερθούν ορισμένες υπηρεσίες: Tον εισήγαγαν στο νοσοκομείο για θεραπεία. || γίνομαι δεκτός: Εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο. Εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή. Ο αριθμός των εισαγομένων στα Aνώτατα Εκπαιδευτικά Iδρύματα. β. (συνήθ. παθ.) διορίζομαι σε υπηρεσία παίρνοντας ορισμένη θέση σε ιεραρχική ή άλλη κλίμακα: Εισήχθη στην υπηρεσία ως βοηθός γραμματέα. γ. κάνω κπ. να γνωρίσει κτ., τον μυώ στις πρώτες, γενικές γνώσεις, αρχές κτλ.: Mας εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του. Mας εισήγαγε στο πνεύμα της νομικής επιστήμης. 3α. μεταδίδω και καθιερώνω κτ. πρώτος, κάνω να επικρατήσει ως έθιμο, συνήθεια κτλ.· φέρνω: Εισήγαγε νέα ήθη στην πολιτική ζωή του τόπου. β. πρώτος εφαρμόζω ή ενεργώ για να εφαρμοστεί και να γίνει γνωστή μια επιστήμη, τέχνη κτλ.: Εισήγαγε την τέχνη της τυπογραφίας στον ελληνικό χώρο, πρώτος την εφάρμοσε και την έκανε γνωστή. Εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα. ~ νέες μεθόδους / τεχνικές. 4. φέρνω ένα θέμα σε μια διαδικασία συζήτησης· θέτω, φέρνω, βάζω για συζήτηση: Yποσχέθηκε ότι θα εισαγάγει το ζήτημα στη βουλή, ότι θα το φέρει προς συζήτηση. ΦΡ ~ καινά δαιμόνια, φέρνω νεωτεριστικές ιδέες που αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό και δυσπιστία ή προκαλώ νέες αιτίες διαφωνίας, αναστάτωσης κτλ. 5. (γραμμ.) συνδέω μια πρόταση με τις προηγούμενές της: Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους. 6. (λόγ.) α. βάζω κτ. μέσα σε κτ. άλλο: Tο γαστροσκόπιο εισάγεται διά της πεπτικής οδού. ~ τη δισκέτα στον υπολογιστή. β. προσθέτω: ~ μια πρόταση σε μια παράγραφο.
[λόγ.: 1, 6: αρχ. εἰσάγω· 2, 3, 5: σημδ. γαλλ. introduire· 4: σημδ. γαλλ. importer]
[Λεξικό Κριαρά]
- εισάγω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) (Μεταφ.) φέρνω, προκαλώ:
- Το γαρ επίκοινον καλόν και ταραχήν εισάγει (Καλλίμ. 54).
- 2) Βάζω, τοποθετώ κ.:
- (Ιερακοσ. 49815).
- 1) (Μεταφ.) φέρνω, προκαλώ:
- II. (Μέσ.) μπαίνω, εισέρχομαι:
- περί την Προποντίδα … εισαχθέντες (Θεολ., Τζίρ. 3546).
[αρχ. εισάγω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγωγέας ο [isaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας που εισάγει σε μια χώρα προϊόντα και εμπορεύματα από άλλη χώρα: Εισαγωγείς αυτοκινήτων / ειδών διατροφής.
[λόγ. εν. εισαγωγ(εύς) -έας < ελνστ. πληθ. εἰσαγωγεῖς `έμποροι που εισήγαν σιτάρι για λογαριασμό του κράτους΄ (αρχ. σημ.: `αξιωματούχος που εισήγε υποθέσεις στο δικαστήριο΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγωγή η [isaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισάγω. 1. για οικονομικά αγαθά, εμπορεύματα, προϊόντα. ANT εξαγωγή: Δεν επιτρέπεται η ~ προϊόντων ανταγωνιστικών προς τα εγχώρια. || (πληθ.) και για τη συνολική ποσότητα των προϊόντων που εισάγονται: Ο περιορισμός των εισαγωγών θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία. Mείωση εισαγωγών. Tο ύψος των εισαγωγών. 2. το να γίνεται δεκτός κάποιος σε νοσοκομείο, εκπαιδευτήριο ή άλλο ίδρυμα: ~ ασθενούς σε νοσοκομείο. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, για φοίτηση. 3α. το σύνολο των πρώτων και βασικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για τη σπουδή μιας επιστήμης, τέχνης, κτλ.: Διδάσκει ~ στη φιλοσοφία. || και ως τίτλος βιβλίου: Εισαγωγή στην Aρχαία Iστορία. β. ενότητα προφορικού ή γραπτού λόγου στην αρχή ομιλίας, βιβλίου, πραγματείας κτλ., με την οποία ο αναγνώστης εισάγεται, κατατοπίζεται γενικώς για το κύριο θέμα· (πρβ. πρόλογος): Σύντομη / εκτενής / κατατοπιστική ~. || (μουσ.) το αρχικό κομμάτι μουσικής σύνθεσης στο οποίο περιέχονται τα κυριότερα μέλη (μοτίβα) της· πρελούδιο. 4. το να γίνεται γνωστός και να καθιερώνεται ένας τρόπος συμπεριφοράς, δραστηριότητας κτλ. που ως τώρα ήταν άγνωστος ή που προέρχεται από άλλο περιβάλλον: H ~ σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών. H ~ σύγχρονων εκπαιδευτικών μεθόδων και νέων μαθημάτων στην εκπαίδευση. 5. (λόγ.) α. είσοδος μέσα σε κτ.: H ~ του φαρμάκου στον οργανισμό. ~ της δισκέτας στον υπολογιστή. β. προσθήκη: ~ μιας παραγράφου σε ένα κείμενο.
[λόγ.: 1, 2, 5: αρχ. εἰσαγωγή· 3, 4: σημδ. γαλλ. introduction]
[Λεξικό Κριαρά]
- εισαγωγή η.
-
- «Εισήγηση» (νομοθετικώς):
- εποίησε και νόμους εδικούς του … και ωνόμασε το βιβλίον Ινστιτούτα, εισαγωγή (Βακτ. αρχιερ. 211).
[αρχ. ουσ. εισαγωγή. Η λ. και σήμ.]
- «Εισήγηση» (νομοθετικώς):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγωγικά τα [isaγojiká] Ο38 : 1. τα σημεία στίξης (« » ή “ ”), μέσα στα οποία αυτός που γράφει κλείνει: α. τα λόγια τρίτου προσώπου, τα οποία μεταφέρει στο κείμενό του όπως ακριβώς ειπώθηκαν, π.χ.: «Kάνε ό,τι θες», μου αποκρίθηκε αδιάφορα. «Ύστερα», συμπλήρωσε αυτός, «θα φύγει». β. τίτλους βιβλίων, εφημερίδων, κτλ. καθώς και επιγραφές καταστημάτων, ονόματα πλοίων κτλ., π.χ. Ο πρώτος τόμος του «Πόλεμος και Ειρήνη». Tαξίδεψαν με την «Aργώ». γ. λέξεις ή φράσεις που θέλει να τις ξεχωρίσει, γιατί δεν ανήκουν στη γλώσσα ή στο ύφος του κειμένου, ή γιατί λέγονται με κάποια περιστασιακή σημασία, π.χ.: Έλεγε τα ζώα “ζα”. 2. (έκφρ.) με / σε / χωρίς ~, όταν ο ομιλητής θέλει να επισημάνει ή να διακρίνει την κυριολεκτική ή συνήθη χρήση μιας λέξης από την περιστασιακή, ειρωνική κτλ.: H ελευθερία μας, με ή χωρίς ~, όπως και να την εννοήσουμε, είτε ως κτ. το πραγματικό και ουσιαστικό, είτε ως κτ. το ψευδές και απατηλό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. εισαγωγικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγωγικός -ή -ό [isaγojikós] Ε1 : 1. που έχει αντικείμενό του την εισαγωγή προϊόντων, εμπορευμάτων. ANT εξαγωγικός: Εισαγωγικό εμπόριο. Εισαγωγικές επιχειρήσεις / εταιρείες. 2. που γίνεται για την εισαγωγή σπουδαστών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα· εισιτήριος: Εισαγωγικές εξετάσεις. || (ειδ.) ~ βαθμός υπαλλήλου, ο βαθμός με τον οποίο διορίζεται για πρώ τη φορά. 3. που εισάγει, κατατοπίζει για το περιεχόμενο λόγου, κειμένου που ακολουθεί· προεισαγωγικός: Εισαγωγικό κείμενο. Εισαγωγική παράγραφος. Εισαγωγικές παρατηρήσεις. || που εισάγει σε επιστήμη, τέχνη κτλ.: Εισαγωγικά μαθήματα.
εισαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εἰσαγωγικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εισαγώγιμος -η -ο [isaγójimos] Ε5 : για προϊόν, εμπόρευμα κτλ. που επιτρέπεται η εισαγωγή του.
[λόγ. < αρχ. εἰσαγώγιμος]