Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρωνικός -ή -ό [ironikós] Ε1 : (για λόγο, έκφραση, συμπεριφορά) που έχει στόχο να ειρωνευτεί: Ειρωνική ερώτηση / απάντηση / διάθεση / στάση / συμπεριφορά / έκφραση. Ειρωνικό ύφος / χαμόγελο / μειδίαμα / γέλιο / βλέμμα· (πρβ. σαρκαστικός). ~ θαυμασμός / έπαινος. Ειρωνικά σχόλια.
ειρωνικά & (λόγ.) ειρωνικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εἰρωνικός `ανειλικρινής΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. ειρωνεία· λόγ. < αρχ. εἰρωνικῶς `κοροϊδευτικά΄]