Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρμός ο [irmós] Ο17 : 1. λογική σειρά διανοημάτων, απόψεων, λόγων: Mου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεων / των λόγων του. Mη με διακόπτεις, γιατί χάνω τον ειρμό της σκέψης μου. H αφήγησή του δεν είχε κανέναν ειρμό. Λογικός ~, κατά τον οποίο η κάθε πρόταση, σκέψη κτλ. αποτελεί λογική ακολουθία της προηγούμενης. Ψυχολογικός ~, διαδοχή παραστάσεων σύμφωνα με την τυχαία σχέση που απόκτησαν όταν πρωτοσχηματίστηκαν μαζί στη συνείδησή μας. 2. (εκκλ.) το πρώτο ιδιόμελο τροπάριο κάθε ωδής των κανόνων, κατά το μέλος του οποίου ρυθμίζονται και άλλα τροπάριά της.
[λόγ.: 1: αρχ. εἱρμός `ακολουθία΄· 2: μσν. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειρμός ο.
-
- 1) Πλοκή, ακολουθία λόγου:
- χρείαν μου κάμνει την διδαχήν και τον ειρμόν οκάτι να πλατύνω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2317).
- 2) (Προκ. για κτήριο) το υλικό σύνδεσης δύο αντικειμένων:
- ειρμός ουκ ήτον προς αυτό (ενν. το κάστρον), πέτρα προς άλλην πέτραν (Λίβ. Esc. 937).
- 3) (Εκκλ.) το πρώτο τροπάριο καθεμιάς από τις εννέα ωδές που αποτελούν τον Κανόνα:
- είχεν κανόνας και ειρμούς, ευχές, ωδές, τροπάρια (Ντελλαπ., Στ. θρην. 676).
[αρχ. ουσ. ειρμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πλοκή, ακολουθία λόγου: