Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρηνοδικείο το [irinoδikío] Ο39 : κατώτερου βαθμού μονομελές δικαστήριο που εκδικάζει αστικές διαφορές οι οποίες ορίζονται από το νόμο.
[λόγ. ειρηνοδίκ(ης) -είον]