Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρηνοδίκης ο [irinoδíkis] Ο10 θηλ. ειρηνοδίκης [irinoδíkis] & (προφ.) ειρηνοδίκισσα [irinoδíkisa] Ο27 : δικαστής ειρηνοδικείου.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εἰρηνοδίκαι `σώμα Ρωμαίων ιερέων που επέβλεπε τις συνθήκες με άλλους λαούς΄ σημδ. γαλλ. juge de paix (ίσως μτφρδ. του ελνστ. εἰρηνοδίκαι)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. ειρηνοδίκ(ης) -ισσα]