Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρηνεύω [irinévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α μππ. ειρηνεμένος : (οικ., λογοτ.) επαναφέρω ή επανέρχομαι σε κατάσταση ειρήνης ή ηρεμίας. 1. διαλύω τη διχόνοια, την εχθρότητα μεταξύ αντιμαχομένων· (πρβ. συμφιλιώνω): Προσπάθησα να τους ειρηνέψω αλλά η έχθρα τους ήταν μεγάλη. 2. ησυχάζω, ηρεμώ κπ.: Πήρε στην αγκαλιά της το μωρό να το ειρηνέψει. 3. επανέρχομαι πάλι σε κατάσταση ηρεμίας, γαλήνης κτλ.· γαληνεύω. α. (για καιρικές συνθήκες κτλ.): Ο αέρας δεν έλεγε να ειρηνέψει. Περίμεναν να ειρηνέψει η θάλασσα, για να σαλπάρουν. β. αποκτώ πάλι την ψυχική μου ηρεμία, γαλήνη: Ειρηνεμένο πρόσωπο του νεκρού, γαληνεμένο. 4. (για εμπολέμους) σταματώ τον πόλεμο, κάνω συμφωνία ειρήνης.
[ειρήν(η) -εύω & λόγ. < αρχ. εἰρηνεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειρηνεύω· ειρηνεύγω· ερηνεύω· ’ρηνεύω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποκαθιστώ την ειρήνη ανάμεσα σε διαμαχόμενους, συμφιλιώνω:
- ειρήνευσε τον τόπον του … και έπαυσαν οι πόλεμοι (Ιστ. Βλαχ. 99).
- 2)
- α) Γαληνεύω κάπ. ή κ.:
- ειρήνευσε τον νουν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [471])·
- β) καθησυχάζω κάπ.:
- το παιδάκι ερήνευε (ενν. η θυγατέρα του Φαραώ) κι αντίς να κλαίγει εγέλα (Χούμνου, Κοσμογ. 2046)·
- γ) σταματώ, παύω:
- να ειρηνεύσουν και τα πταισίματά τους (Σουμμ., Ρεμπελ. 182).
- α) Γαληνεύω κάπ. ή κ.:
- 1) Αποκαθιστώ την ειρήνη ανάμεσα σε διαμαχόμενους, συμφιλιώνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Συνάπτω ειρήνη με κάπ., παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση:
- τους άλλους βασιλείς … κάμε να ειρηνεύουν (Ιστ. Βλαχ. 1482).
- 2) Συμφιλιώνομαι:
- αφήκασι τα μαλωτά, τότε κι οι δυο ’ρηνεύουν (Αλεξ. 2420).
- 3)
- α) Γαληνεύω, ησυχάζω:
- ούτως τα πάντα των Ρωμαίων ειρήνευσαν (Ψευδο-Σφρ. 1983)·
- β) (συν. προκ. για άνθρωπο ζωηρό, πολυτάραχο) αδρανώ, ησυχάζω:
- ποτέ σου δεν ειρήνευσες …, μόν’ σκάνδαλα και ταραχάς κάμνεις (Ιστ. Βλαχ. 1271)·
- γ) καταπραΰνομαι:
- τα πάθη τω Ρωμιώ σήμερον ειρηνεύσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40422)·
- δ) σταματώ, παύω:
- να ειρηνεύσουν τα περίσσια κακά (Σουμμ., Ρεμπελ. 191).
- α) Γαληνεύω, ησυχάζω:
- 1) Συνάπτω ειρήνη με κάπ., παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση:
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Συμφιλιώνομαι:
- να μη σκοτώνουνται συχνιά και να ειρηνευτούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5326).
- 2) Ησυχάζω:
- ειρηνεύτη ο τόπος από τα τόσα κακά και σκάνταλα (Σουμμ., Ρεμπελ. 92).
- 1) Συμφιλιώνομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γαλήνιος:
- ζωή ειρηνεμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. α´ [51]).
[αρχ. ειρηνεύω. Ο τ. ’ρηνεύω (και ‑ομαι) και σήμ. ιδιωμ.· βλ. και αρνεύω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.