Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειρηνευτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ειρηνευτικός, επίθ.
  • Που συντελεί, που συμβάλλει στην ειρήνη:
    • να πέψει ανθρώπους ειρηνευτικούς προς αυτόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400).

[<ειρηνεύω + κατάλ. τικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειρηνευτικός -ή -ό [irineftikós] Ε1 : που αποκαθιστά την ειρήνη ή συμβάλλει σ΄ αυτή, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες: Ειρηνευτικοί λόγοι. Ειρηνευτικές συνομιλίες. Ειρηνευτική προσπάθεια / παρέμβαση / διάθεση / πρόταση.

[λόγ. ειρηνεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες