Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειρηνευτής ο [irineftís] Ο7 θηλ. ειρηνεύτρια [irinéftria] Ο27 & (λογοτ.) ειρηνεύτρα [irinéftra] Ο25α : αυτός που ειρηνεύει, που αποκαθιστά την ειρήνη, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες· ειρηνοποιός.
[λόγ. < μσν. ειρηνευτής < ειρηνεύ(ω) -τής· λόγ. ειρηνευ(τής) -τρια· ειρηνευ(τής) -τρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειρηνευτής ο.
-
- Ειρηνοποιός, συμφιλιωτής:
- ο της αταξίας ειρηνευτής (Αγαπ., Νέος Παράδ. 434).
[<ειρηνεύω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 9. αι. και σήμ.]
- Ειρηνοποιός, συμφιλιωτής: