Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειμή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ειμή, σύνδ.· είμη.
  • α) (Συχνά με τη λ. μόνον) παρά μόνο, εκτός:
    • (Διήγ. πανωφ. 55
  • β) (με επόμ. την πρόθ. παρά) παρά μόνο:
    • δεν έχω μετά σε ειμή παρά να χάσω (Φαλιέρ., Ιστ. 594).

[<συνεκφ. ει μη (αρχ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
είμητα, σύνδ.
  • 1) Παρά μόνον, εκτός από:
    • άλλον αυθέντη το λοιπόν μη βάνετε στον νου σας είμητα τον Αλέξανδρον (Αλεξ. 1422
    • (με τη λ. μόνον):
      • (Διήγ. πανωφ. 57).
  • 2) (Με τη λ. να) εκτός αν:
    • να μην λειτουργήσει πλία ένας ιερεύς δύο βολές την ημέραν, είμητα να έχει τινάς προτέρημα (Ρωσσέρ. 136).

[<σύνδ. είμη + κατάλ. τα κατά τα διχωστά, χωριστά. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες