Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ειλικρινώς, επίρρ.
-
- Κατά τρόπο ειλικρινή, αληθινό:
- ειλικρινώς επίστευες (Χίκα, Μονωδ. 193).
[αρχ. επίρρ. ειλικρινώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κατά τρόπο ειλικρινή, αληθινό: