Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ειλικρινής, επίθ.
-
- Αληθινός, ανυπόκριτος, τίμιος:
- λέγει του ο πρίγκιπας με ειλικρινήν την γνώμην (Χρον. Μορ. H 5645).
[αρχ. επίθ. ειλικρινής. Η λ. και σήμ.]
- Αληθινός, ανυπόκριτος, τίμιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειλικρινής -ής -ές [ilikrinís] Ε10 : α.(για πρόσ.) που εκφράζει ό,τι πραγματικά σκέφτεται και αισθάνεται, που λέει την αλήθεια χωρίς να κρύβει κτ.: Θα σε ρωτήσω, αλλά θέλω να είσαι ~ μαζί μου. ~ άνθρωπος / χαρακτήρας, ευθύς. || που είναι ό,τι ακριβώς δείχνει: ~ φίλος. ~ σύμμαχος. β. (για συναισθηματική εκδήλωση, λόγο, συμπεριφορά κτλ.) που εκφράζει μια πραγματική συναισθηματική κατάσταση ή σκέψη και δεν κρύβει κτ. άλλο. ANT ανειλικρινής: Ειλικρινή συναισθήματα. Ειλικρινείς διαθέσεις. ~ φιλία / αγάπη, πραγματική, ανυπόκριτη, άδολη. Ειλικρινές ενδιαφέρον, πραγματικό. ANT υποκριτικό. ~ υπόσχεση. ANT ψευδής. ~ προσπάθεια / πρόθεση / επιδίωξη / υποστήριξη / συμπαράσταση. Ειλικρινείς φιλοφρονήσεις. Ειλικρινή συλλυπητήρια / συγχαρητήρια. || για τρόπο, ύφος κτλ. που δείχνει και πείθει ότι δεν υποκρίνεται ή δεν κρύβει κτ.: Ειλικρινές βλέμμα / ύφος. ~ έκφραση.
ειλικρινά & (λόγ.) ειλικρινώς ΕΠIΡΡ με τρόπο ειλικρινή, μιλώντας με ειλικρίνεια: ~, (σας λέγω), δεν ξέρω τίποτα. ~, εύχομαι να επιτύχεις. [λόγ. < ελνστ. εἰλικρινής, αρχ. σημ.: `όχι ανακατεμένος, καθαρός΄· λόγ. < ελνστ. εἰλικρινῶς]