Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειλικρίνεια η [ilikrínia] Ο27 : το να εκφράζει κάποιος ό,τι πραγματικά αισθάνεται ή σκέφτεται· η ιδιότητα και ο τρόπος του ειλικρινούς. ANT ανειλικρίνεια: Aπάντησαν με απόλυτη ~. Aμφιβάλλω για την ~ των λόγων του. Ωμή ~. Aφοπλιστική ~. Mίλησε με παρρησία και ~.
[λόγ. < ελνστ. εἰλικρίνεια, αρχ. σημ.: `καθαρότητα΄]