Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειλητάριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειλητάριο το [ilitário] Ο42 : χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. || (ειδ. εκκλ.) ειλητάριο στο οποίο ήταν γραμμένη η Θεία Λειτουργία: Iερατικά / διακονικά ειλητάρια.

[λόγ. < μσν. ειλητάριον υποκορ. του ελνστ. εἰλητ(ός) `τυλιγμένος΄ -άριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ειλητάριον το· ’λητάριν.
  • 1) Λουρί, σκοινί ειδικά για σκυλιά:
    • φαρίν εκαβαλίκευεν … κι οπίσω του εκολούθησε σκυλίν με το ’λητάριν (Λίβ. (Lamb.) N 40
    • (σε μεταφ.):
      • Έδεσα και την γλώσσα μου με κανισχίου ’λητάριν (Σαχλ., Αφήγ. 337).
  • 2) Γενικ. σκοινί, σπάγγος:
    • αρμαθούς (ενν. με σύκα) εσκεύαζεν με πλάκας και ’λητάρια (Ημερολ. 139).

[παλαιότ. ουσ. ειλητάριον (6. αι., L‑S) <ουσ. ειλητόν (4. αι. Lampe, λ. ός) + κατάλ. άριον. Ο τ. στο Du Cange (λ. λυτάρι) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες