Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικόνισμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικόνισμα το [ikónizma] Ο49 : ζωγραφική παράσταση άγιου προσώπου σε φορητή επιφάνεια, για λατρευτική χρήση· άγια εικόνα, ιερή εικόνα, λατρευτική εικόνα: Προσεύχομαι μπροστά στα εικονίσματα. Πουλούσαν συναξάρια, εικονίσματα και φυλαχτά. (έκφρ.) έχω / κάνω κπ. ~, τον θαυμάζω και τον σέβομαι ιδιαίτερα: Tου είχε συμπαρασταθεί σε δύσκολες στιγμές της ζωής του και από τότε τον έκανε ~. εικονισματάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. εικόνισμα, αρχ. σημ.: `εικόνα, πορτρέτο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εικόνισμα το· εικόνισμαν· ’κόνισμα.
  • Εικόνισμα, εικόνα:
    • εικονίσματα κεκοσμημένα (Έκθ. χρον. 4620).

[αρχ. ουσ. εικόνισμα. Ο τ. αν και σήμ. ποντ. Ο τ. ’κόνισμα και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εικονισματόπουλο το· ’κονισματόπουλο.
  • Μικρή εικόνα:
    • ένα ’κονισματόπουλο την αγίαν Παρασκευή (Βαρούχ. 5354).

[<ουσ. εικόνισμα + κατάλ. πουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες