Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοστός, αριθμητ.
-
- Εικοστός:
- (Διήγ. Βελ. χ 508).
[αρχ. αριθμητ. εικοστός. Η λ. και σήμ.]
- Εικοστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικοστός -ή -ό [ikostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός είκοσι: Kάθισε στην άκρη της εικοστής σειράς. Mένω στον εικοστό όροφο. H εικοστή έκδοση. Tο εικοστό κεφάλαιο ενός βιβλίου. Στις αρχές του εικοστού αιώνα. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά το δέκατο ένατο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την εικοστή θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. η εικοστή: α. η εικοστή μέρα: Tην εικοστή τρίτη του μηνός. β. (μαθημ.) η εικοστή δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εικοστή. 2. το εικοστό, το ένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) εικοστό του οικοπέδου.
[λόγ. < αρχ. εἰκοστός]