Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονοστάσιο το [ikonostásio] Ο40 & εικονοστάσι το [ikonostási] Ο44α : α.(γενικότ.) κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων: Tο παλιό ξύλινο εικονοστάσι του σπιτιού μας. β. (ειδικότ.) η κατασκευή που χωρίζει το Άγιο Bήμα από τον κεντρικό χώρο χριστιανικού ναού και κοσμείται με λατρευτικές εικόνες· τέμπλο: Mαρμάρινο / ξυλόγλυπτο ~ ενός ναού.
[λόγ. < μσν. εικονοστάσιον < εικονο- + -στάσιον· μσν. εικονοστάσι < εικονοστάσιον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικονοστάσιον το.
-
- Θέση όπου τοποθετούνται οι ιερές εικόνες:
- έμπροσθεν εικονοστασίου μέσα εις σπίτι λειτουργία δεν γίνεται (Βακτ. αρχιερ. 163).
[<ουσ. εικόνα + ‑στάσιον. Η λ. το 12. αι. (LBG), σε σχόλ. (L‑S), στο Meursius και σήμ. (‑σι)]
- Θέση όπου τοποθετούνται οι ιερές εικόνες: