Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονομάχος ο [ikonomáxos] Ο18 : (ιστ.) για όσους (κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο) καταδίκαζαν τη χρήση και τη λατρεία των ιερών εικόνων ως ειδωλολατρική παρέκκλιση από το χριστιανισμό και επιχείρησαν να επιβάλουν την κατάργησή τους· εικονοκλάστης. ANT εικονόφιλος. || (ως επίθ.): Εικονομάχοι αυτοκράτορες / πατριάρχες / συγγραφείς.
[λόγ. < μσν. εικονομάχος `εχθρός των εικόνων΄ < εικονο- + -μάχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικονομάχος ο.
-
- Ο εχθρός της λατρείας των ιερών εικόνων:
- άλλοι άπαξ άθεοι, άλλοι εικονομάχοι (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 18).
[<ουσ. εικών + ‑μάχος. Η λ. τον 4. αι.]
- Ο εχθρός της λατρείας των ιερών εικόνων: