Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικονολατρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονολατρικός -ή -ό [ikonolatrikós] Ε1 : (ιστ.) που εκφράζει ή υποστηρίζει τις απόψεις της εικονολατρίας και των εικονολατρών· εικονόφιλος. ANT εικονομαχικός: Εικονολατρική σύνοδος / διδασκαλία. Εικονολατρική πολιτική. Εικονολατρικά κείμενα.

[λόγ. εικονολάτρ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες