Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονολάτρης ο [ikonolátris] Ο10 : (ιστ.) υποστηρικτής της εικονολατρικής άποψης (κατά την περίοδο της εικονομαχίας, του 8ου και 9ου αι., στο Bυζάντιο)· εικονόφιλος. ANT εικονομάχος.
[λόγ. < μσν. εικονολάτρης < εικονο- + -λάτρης]