Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικονοκλαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικονοκλαστικός -ή -ό [ikonoklastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους εικονοκλάστες. 1. εικονομαχικόςβ. 2. (μτφ.) που είναι, κατά τρόπο απόλυτο και προκλητικό, νεωτεριστικός ή αιρετικός: Εικονοκλαστικές απόψεις.

[λόγ. εικονοκλάστ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες