Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονογραφώ [ikonoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.εμπλουτίζω, διακοσμώ με εικόνες ένα χειρόγραφο ή ένα έντυπο κείμενο: Έχει εικονογραφήσει πολλές παιδικές εκδόσεις. || (παθ., συνήθ. στη μππ., για κείμενο, έντυπο κτλ.) διακοσμούμαι με εικόνες: Εικονογραφημένο κείμενο / έντυπο / βιβλίο. Εικονογραφημένη έκδοση. Εικονογραφημένα παραμύθια. || ιστορώ2: Εικονογραφημένα βυζαντινά χειρόγραφα, ιστορημένα. 2. (μτφ.) περιγρά φω με εικόνες λόγου.
[λόγ. < μσν. εικονογραφώ, αρχ. σημ.: `απεικονίζω΄]