Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονογράφος ο [ikonoγráfos] Ο18 : 1.αυτός που ζωγραφίζει θρησκευτικές εικόνες· (πρβ. αγιογράφος). 2. αυτός που εικονογραφεί, διακοσμεί με εικόνες βιβλία, περιοδικά κ.ά. έντυπα.
[λόγ. < μσν. εικονογράφος, αρχ. σημ.: `ζωγράφος πορτρέτων΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικονογράφος ο.
-
- Αυτός που ζωγραφίζει εικόνες:
- Τεχνίτες επιτήδειους είχα κι εικονογράφους (Τζάνε, Φιλον. 5867).
[αρχ. ουσ. εικονογράφος. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που ζωγραφίζει εικόνες: