Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εικονίζω [ikonízo] -ομαι Ρ2.1 : α.(για ζωγραφική, πλαστική κτλ. παράσταση) παρασταίνω, απεικονίζω: Tο ψηφιδωτό εικονίζει τη μάχη στην Iσσό. H ζωφόρος του Παρθενώνα εικονίζει την πομπή των Παναθηναίων. β. παρασταίνομαι: Ως τα τέλη του 4ου αι. μ.X., ο Xριστός εικονίζεται χωρίς γένια. Tα εικονιζόμενα πρόσωπα / οι εικονιζόμενες σκηνές, σε μια ζωγραφική κτλ. παράσταση, σε μια φωτογραφία κτλ.
[λόγ. < ελνστ. εἰκονίζω `πλάθω σε μορφή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εικονίζω.
-
- 1) Απεικονίζω, περιγράφω, παριστάνω:
- εικονίζειν τα πάσας νικώντα συμφοράς (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20473).
- 2) Συμβολίζω:
- το δενδρόν εικόνισε τον βίον (Λόγ. παρηγ. O 548).
- 3) Φανερώνω:
- του γαρ κάλλους η σύνθεσις ανδρείαν εικονίζει (Διγ. Gr. 1975).
- 4) Φέρνω στο νου μου, φαντάζομαι:
- το κάλλος εικονίζων (Διγ. Z 1770).
[μτγν. εικονίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Απεικονίζω, περιγράφω, παριστάνω: