Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδωλολατρία η [iδololatría] Ο25 : η λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων θεότητας, ως φορέων του πνεύματός της και της δύναμής της, και κυρίως η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία: H ~, και μαζί της και ο αρχαίος κόσμος, γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή στα χρόνια του Iουλιανού του Παραβάτη. || (γενικότ.) η λατρεία φυσικών ή κατασκευασμένων αντικειμένων ως φορέων θεϊκής δύναμης· (πρβ. φετιχισμός).
[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολατρία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδωλολατρία η· ’δωλολατρία· ειδωλολαθρία.
-
- Η λατρεία των ειδώλων:
- επιστρέψαι … από της πλάνης των δαιμόνων και της ειδωλολατρίας (Ιστ. πατρ. 8620).
[μτγν. ουσ. ειδωλολατρία. Η λ. και σήμ.]
- Η λατρεία των ειδώλων: