Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδοποιός -ός -ό [iδopiós] Ε16 : (λογ.) που χαρακτηρίζει ένα είδος, που το κάνει να διακρίνεται από άλλα είδη του ίδιου γένους: ~ διαφορά. Ειδοποιό γνώρισμα.
[λόγ. < αρχ. εἰδοποιός `που συνιστά είδος΄]