Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδοποίηση η [iδopíisi] Ο33 : α.η ενέργεια του ειδοποιώ, η πληροφορία κάποιου για κτ. που έγινε ή θα γίνει: H φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ~ και άφιξη της πυροσβεστικής. β. έγγραφο, επιστολή κτλ. με το οποίο ειδοποιείται κάποιος· ειδοποιητήριο: Στέλνω ~.
[λόγ. < ελνστ. εἰδοποίη(σις) `κατασκευή τυπικής μορφής΄ -ση από σφαλερή ταύτιση των αρχ. λ. εrδος - εἴδησις κατά τη σημ. της λ. ειδοποιώ]