Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδεμή [iδemí] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία, συχνά με την έννοια απειλής, εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της πρότασης που προηγείται· ειδάλλως, αλλιώς: Tέλειωσε γρήγορα τα μαθήματά σου, ~ δεν έχει βόλτα, γιατί αλλιώς δεν έχει
[λόγ. < αρχ. φρ. εἰ δέ μή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμή, σύνδ.
-
- Αλλιώς, ειδάλλως:
- (Χρον. Τόκκων 1623).
[<συνεκφ. ει δε μη (αρχ.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αλλιώς, ειδάλλως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμήγε, σύνδ.
-
- Ειδάλλως:
- ειδεμήγε να μηδέν τελειωθεί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 14r).
[<συνδ. ειδεμή + μόρ. γε]
- Ειδάλλως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμήτε, σύνδ.
-
- Αλλιώς, ειδάλλως:
- ει μεν έναι του Θεού, θέλω το τελειώσει, ειδεμήτε, θέλει λείπει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 14ν).
[<συνδ. ειδεμή + μόρ. τε]
- Αλλιώς, ειδάλλως: