Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδίκευση η [iδíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ειδικεύω· η απόκτηση ειδικών γνώσεων και εμπειριών σε κλάδο επιστημονικό, τεχνικό, επαγγελματικό κτλ.: Πρόγραμμα / μαθήματα ειδίκευσης. Mπορούν να παρακολουθήσουν τα τμήματα ειδίκευσης μόνο όσοι πέτυχαν στις εξετάσεις των μαθημάτων κορμού. Πτυχίο φιλολογίας με ~ στη γλωσσολογία.
[λόγ. ειδικεύ(ω) -σις > -ση]