Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδήμων
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδήμων ο [iδímon] θηλ. ειδήμων [iδímon] Ο : (λόγ.) αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμονας: Παριστάνουν σε όλα τους ειδήμονες. Mίλησε με ύφος ειδήμονος. Zήτησαν τη γνώμη των ειδημόνων.

[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες