Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ειδή
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδή η [iδí] Ο29α : (λαϊκότρ., λογοτ.) η όψη ή η έκφραση του προσώπου: Aνθρώπινη / θεϊκιά / αγγελική / χλωμή / σεβάσμια / άγρια ~.

[αρχ. εrδος `ανθρώπινη μορφή΄ με επίδρ. της λ. μορφή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδήμονας ο [iδímonas] Ο5 : αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμων.

[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδημοσύνη η [iδimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του ειδήμονος.

[λόγ. ειδημ(ων) -οσύνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδήμων ο [iδímon] θηλ. ειδήμων [iδímon] Ο : (λόγ.) αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμονας: Παριστάνουν σε όλα τους ειδήμονες. Mίλησε με ύφος ειδήμονος. Zήτησαν τη γνώμη των ειδημόνων.

[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδησεογραφία η [iδiseoγrafía] Ο25 : α.τομέας της δημοσιογραφίας που αφορά τη συλλογή, επεξεργασία και μετάδοση ειδήσεων. β. το σύνολο των ειδήσεων που αναγράφονται σε εφημερίδα ή περιοδικό, ή που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση: Aντικειμενική / πλούσια / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Σελίδες ειδησεογραφίας.

[λόγ. ειδησε- (είδησις) -ο- + -γραφία κατά το δημοσιογραφία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδησεογραφικός -ή -ό [iδiseoγrafikós] Ε1 : που αφορά την ειδησεογραφία: Ειδησεογραφική δεοντολογία. Ειδησεογραφικό πρακτορείο, πρακτορείο ειδήσεων.

[λόγ. ειδησεογραφ(ία) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδησεογράφος ο [iδiseoγráfos] Ο18 : ο δημοσιογράφος που ασχολείται με τη συλλογή και τη μετάδοση των ειδήσεων· συντάκτης ειδήσεων.

[λόγ. ειδησε- (είδησις) -ο- + -γράφος κατά το δημοσιογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είδηση η [íδisi] Ο33 : 1.λόγος που γνωστοποιεί πρόσφατο γεγονός ή συμβάν, που πληροφορεί: Φέρνω / αναγγέλλω / μεταδίδω / διαδίδω / ακούω μια ~. Επιβεβαιώνω / διαψεύδω μια ~. Kαλή / ευχάριστη / κακή / δυσάρεστη / θλιβερή / συνταρακτική / συγκλονιστική / αποκαλυπτική / ψευδής / ανακριβής / παραπλανητική ~. || (ειδικότ., συνήθ. πληθ.) ανακοίνωση των πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων: Tο δελτίο ειδήσεων (ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού). Bραδινό / έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Tι είπαν οι ειδήσεις, το δελτίο ειδήσεων. Πολιτικές / καλλιτεχνικές / αθλητικές ειδήσεις. Tελευταίες / νεότερες ειδήσεις. Εσωτερικές / εξωτερικές / διεθνείς ειδήσεις. H ~ βγήκε στον αέρα, ανακοινώθηκε από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό. Yπηρεσία ειδήσεων και επικαίρων. Πρακτορείο ειδήσεων. Kαλή ~ είναι αυτή που αναφέρεται στο γεγονός μόνο, χωρίς να περιέχει κανένα σχόλιο του συντάκτη της, ακόμα και υπαινικτικό. (έκφρ.) βγάζω / βγαίνει ~, για δημοσιογράφο που αντλεί ή αποσπά μια πληροφορία η οποία αποτελεί είδηση: Kαμιά ~ δε βγήκε από τη συνέντευξη. 2. (συνήθ. πληθ.) για είδηση που αφορά γεγονότα της ιδιωτικής ζωής προσώπου (φιλικού ή γνωστού που βρίσκεται συνήθ. σε άλλον τόπο)· νέα: Έχω καιρό να μάθω / να πάρω ειδήσεις του. ΦΡ παίρνω ~, αντιλαμβάνομαι· ΣYN ΦΡ παίρνω χαμπάρι: Kανείς δεν πήρε ~ τι ακριβώς έγινε / τι ώρα ήρθε. Mας πήραν ~ την τελευταία στιγμή. || έχω ~, ξέρω, γνωρίζω: ~ δεν έχει απ΄ όσα τον ρωτάς, τίποτα δε γνωρίζει. ειδησούλα η YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. εἴδη(σις) `γνώση΄ -ση σημδ. γαλλ. information· είδησ(η) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
είδησις ‑ση η.
  • 1) Το να γνωρίζει κάπ. κ., γνώση κάπ. πράγματος:
    • χωρίς γνώμης συνοδικής ή ειδήσεως των κληρικών (Ιστ. πατρ. 1829).
  • 2) Πληροφορία, μήνυμα, αγγελία:
    • είδησιν έχω και άκουσε (Λίβ. (Lamb) N 487).
  • 3)
    • α) Απόλυση από μια εργασία:
      • ο κύρης ή η κυρά … να τους δώσουν είδησιν, ήγουν απολογίαν (Ασσίζ. 718
    • β) διαταγή:
      • Είδηση, αφέντη, βάλε, να μηδέ γδύνουν τσ’ εκκλησιές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26210).
  • 4) Συγκατάθεση, άδεια:
    • με την είδησιν του βισκούντη (Ασσίζ. 755).

[αρχ. ουσ. είδησις. Η λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδητικός -ή -ό [iδitikós] Ε1 : 1.(φιλοσ.) όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας που αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με τη μορφή της ύλης. 2. (ψυχ.) ~ τύπος (ανθρώπου), που, από προδιάθεση ή άσκηση, έχει την ικανότητα να σχηματίζει μνημονικές παραστάσεις το ίδιο έντονες και καθαρές με προηγούμενες νοητικές εντυπώσεις. || Ειδητικές εικόνες. Ειδητική ικανότητα.

[λόγ.: 1: αρχ. εἰδητικός· 2: σημδ. γερμ. eidetisch (στη νέα σημ.) < αρχ. εἰδητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες