Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέ, σύνδ.· είδε· ειδές· ουδέ.
-
- 1)
- α) Έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- Ειδέ στραφεί κανείς ποσώς και ιδεί το μοναστήρι (Προδρ. ΙV 257)·
- β) εκφρ. ειδέ και (αν) = έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- (Διγ. Άνδρ. 3233), (Σπαν. (Ζώρ.) V 217).
- α) Έτσι και, σε περίπτωση που, αν:
- 2)
- α) Αλλιώς, ειδεμή:
- (Κώδ. Χρονογρ. 5024)·
- β) εκφρ.
- (1) ειδ(έ) αλλέως και ειδές αλλιώς, βλ. αλλέως Εκφρ. 1, 2·
- (2) ειδέ/ουδέ καν ου, βλ. καν Εκφρ. 7.
- α) Αλλιώς, ειδεμή:
- 3) Αλλά, όμως, ενώ:
- οι σκύλλοι είναι ολιγόζωτοι …, ειδέ ο θυμός του αφέντη πολομά πολλήν ζημίαν εις ρέντες (Μαχ. 24427).
- 4) Είτε:
- μαρτυρίαν απού τον είδαν να το αγοράσει είδε εχαρίσαν του το (Ασσίζ. 1743).
- 5) (Με προηγ. άρν.) ούτε:
- αν ουδέν ένι κελεφή (ενν. η γυναίκα) ειδέ σεληνιάζεται (Ασσίζ. 12422).
- 6) Όταν, μόλις:
- Ειδέ οι παράνομοι Τούρκοι εμάθαν τα πικρά μαντάτα … ελυπήθησαν πολλά (Μαχ. 1348‑9).
- 7) Τότε λοιπόν:
- Ειδέ οι Γενουβήσοι, … αρχέψαν και εμουρμουρίζαν εις την Αμμόχουστον να έλθου (Μαχ. 55225).
[<συνεκφ. ει δε (αρχ.). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέα (I) η,
- βλ. ιδέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδέα (II) τα.
-
- Μορφές, παραστάσεις:
- Τα ειδέα των δώδεκα μηνών (Ημερολ. 2).
[πιθ. συμφ. των ουσ. ιδέαι και είδη· πβ. ά. είδος και ιδέα]
- Μορφές, παραστάσεις:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδεμή [iδemí] επίρρ. τροπ. : συνήθ. ως εισαγωγική λέξη η οποία, συχνά με την έννοια απειλής, εκφράζει βραχυλογικά υπόθεση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της πρότασης που προηγείται· ειδάλλως, αλλιώς: Tέλειωσε γρήγορα τα μαθήματά σου, ~ δεν έχει βόλτα, γιατί αλλιώς δεν έχει
[λόγ. < αρχ. φρ. εἰ δέ μή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμή, σύνδ.
-
- Αλλιώς, ειδάλλως:
- (Χρον. Τόκκων 1623).
[<συνεκφ. ει δε μη (αρχ.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Αλλιώς, ειδάλλως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμήγε, σύνδ.
-
- Ειδάλλως:
- ειδεμήγε να μηδέν τελειωθεί (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 14r).
[<συνδ. ειδεμή + μόρ. γε]
- Ειδάλλως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδεμήτε, σύνδ.
-
- Αλλιώς, ειδάλλως:
- ει μεν έναι του Θεού, θέλω το τελειώσει, ειδεμήτε, θέλει λείπει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 14ν).
[<συνδ. ειδεμή + μόρ. τε]
- Αλλιώς, ειδάλλως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ειδές, σύνδ.,
- βλ. ειδέ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ειδεχθής -ής -ές [iδexθís] Ε10 : (λόγ.) ως χαρακτηρισμός ενέργειας που μας προκαλεί ένα ιδιαίτερα έντονο συναίσθημα αποστροφής, απέχθειας: ~ πράξη. Ειδεχθές / ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα. || (για πρόσ.): ~ δολοφόνος.
[λόγ. < ελνστ. εἰδεχθής]