Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοφύλακας ο [eθnofílakas] Ο5 : μέλος εθνοφυλακής· εθνοφρουρός.
[λόγ. εθνο(φυλακή) -φύλακας (διαφ. το ελνστ. ἐθνοφύλαξ `που ανήκει σε συγκεκριμένο ρωμαϊκό γένος΄)]