Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνοσύμβουλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθνοσύμβουλος ο [eθnosímvulos] Ο19 : μέλος εθνοσυνέλευσης.

[λόγ. εθνο- + σύμβουλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες