Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοσυνέλευση η [eθnosinélefsi] Ο33 : συνέλευση των αντιπροσώπων ενός έθνους η οποία συγκροτείται και συγκαλείται σε έκτακτες περιπτώσεις, για να ασκήσει συντακτική εξουσία (σύνταξη συντάγματος, ψήφιση νέου πολιτεύματος κτλ.)· εθνική συνέλευση· (πρβ. συντακτική συνέλευση, αναθεωρητική βουλή, συντακτική βουλή): H A' Εθνοσυνέλευση του 1821 κήρυξε την «πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους» και ψήφισε το πρώτο πολίτευμα της Ελλάδας.
[λόγ. εθνο- + συνέλευ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. assemblé nationale]