Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνοκεντρισμός ο [eθnokendrizmós] Ο17 : η άποψη και η τάση ενός ατόμου να κρίνει και να αποτιμά τους κανόνες και τις αξίες των άλλων κοινωνιών με βάση τους κανόνες και τις αξίες του δικού του έθνους, της δικής του κοινωνίας.
[λόγ. < αγγλ. ethnocentrism < ethno- = εθνο- + centr(e) = κέντρ(ον) -ism = -ισμός]