Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνικοσοσιαλισμός ο [eθnikososializmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με εθνικιστικό χαρακτήρα, που στρέφεται εναντίον τόσο του κομμουνισμού όσο και της αστικής δημοκρατίας και επιδιώκει την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού μονοκομματικού καθεστώτος: Ο ~ του Xίτλερ, ναζισμός.
[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + σοσιαλισμός μτφρδ. γερμ. Nationalsozialismus]