Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνικοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εθνικοποιώ [eθnikopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. κτήμα του έθνους· (πρβ. κρατικοποιώ).

[λόγ. εθνικο(ποίησις) -ποιώ απόδ. γαλλ. nationaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες