Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνεγερσία η [eθnejersía] Ο25 : καθολική εξέγερση, επανάσταση ενός έθνους για την απελευθέρωσή του από ξένο ζυγό, κυρίως για την ελληνική επανάσταση του 1821· (πρβ. παλιγγενεσία): H επέτειος / ο εορτασμός της εθνεγερσίας.
[λόγ. εθν(ο)- + έγερσ(ις) -ία]