Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθναρχία η [eθnarxía] Ο25 : το αξίωμα και η εξουσία του εθνάρχη: Διάγγελμα της εθναρχίας.
[λόγ. < ελνστ. ἐθναρχία `διοικητική περιοχή κατά τη ρωμαϊκή εποχή με κυβερνήτη εθνάρχη΄]