Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθνάρχης ο [eθnár
is] Ο10 : ηγέτης έθνους. 1α. κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, επίσημος τίτλος του Πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού, πολιτικού και πνευματικού ηγέτη όλων των Ελλήνων (και των άλλων) ορθοδόξων: Ο απαγχονισμός του εθνάρχη Γρηγορίου του Ε'. β. τίτλος των αρχιεπισκόπων της Kύπρου, επειδή υπήρξαν και πολιτικοί, εθνικοί ηγέτες: Ο ~ Mακάριος. 2. τιμητική προσωνυμία πολιτικού ηγέτη που εκφράζει τα οράματα ενός ολόκληρου έθνους και έχει καθολικό κύρος και αποδοχή. [λόγ. < ελνστ. ἐθνάρχης `κυβερνήτης φυλής ή έθνους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. έθνος]